μισγάγκεια

μισγάγκεια
μισγάγκεια, , ([etym.] μίσγω, ἄγκος)
A meeting of glens, meeting of the waters,

ὡς δ' ὅτε . . ποταμοὶ . . ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον . . ὕδωρ Il.4.453

: metaph., Gal.Nat.Fac.1.2, Alex.Aphr.Pr.1.46;

ποιητικὴ μ. Pl. Phlb.62d

, Dam.Pr.113; μ. κακῶν Id. ap. Suid. s.v. Εὐπείθιον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μισγάγκεια — meeting of glens fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …   Dictionary of Greek

  • μισγαγκείας — μισγαγκείᾱς , μισγάγκεια meeting of glens fem acc pl μισγαγκείᾱς , μισγάγκεια meeting of glens fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισγάγκειαν — μισγάγκεια meeting of glens fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”